Ανθολόγηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Από το υπό δημιουργία έργο μου «Ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης» παραθέτω την ανθολόγηση που έκανα στο έργο του σπουδαίου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Το παράπονο του τραγουδιστή
[…]
τώρα, οι νιοί τριγύρω μου θωρούν με καταφρόνια
το γέροντα που σώριασαν ερείπια τα χρόνια…
[…]
Alla C. Bot.
Στην αγκαλιά να σ’ έσφιγγα, να σ’ έσφιγγα
και με τα δυο μου χέρια, ώσπου να νιώσω
να λιώσει και να στάξει όλη η ψυχούλα σου
στους πόρους της δικής μου, σαν τη δρόσο.
[…]
Από τα «Οράματα του Ονειροκόσμου»
[…]
Όταν κοιμάται ο Κόσμος ο πραγματικός,
ξυπνούν τα μυστικά του Ονειροκόσμου…
[…]
Και οι πόθοι παίρνουν κάτι από τα κύματα
και κάτι απ’ τη χλωμάδα της σελήνης,
και στης ψυχής το ηδονικό το αγκάλιασμα
την πλάση μεθυσμένη απαλοκλείνεις…
[…]
Εγώ στη νύχτα, στα σκοτάδια μου
γεννήθηκα και θα πεθάνω…
Κάτω ρωτάνε: «Ποιο κελάιδημα
φέρνουν τα σύννεφα από πάνω;»
Θέλω, κρυμμένος μες στα σύννεφα
να ψάλλω της ζωής την άρια.
Τ’ αηδόνι ποιον δε γλυκομέθυσε,
μα ποιος το βλέπει στα κλωνάρια;…
[…]
…Μα σαν ξεψυχούν τα ρόδα ή κλαίει τ’ αηδόνι,
και πεθαίνει ο Ήλιος σα θλιμμένο μάτι,
στην καρδιά μου, που απ’ τον πόνο είναι γεμάτη,
πώς χωρούνε, ω, πώς χωρούνε τόσοι πόνοι;
Νυχτερινό Ι
Μονάχη, η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου, στο τραπέζι,
θαρρείς το τέλος της προσμένει:
λίγες στιγμές έχει να ζήσει,
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σα μια ψυχούλα φοβισμένη.
Απ’ όξω, εν’ άγρυπνο φεγγάρι,
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου.
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου…
Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που, χρόνια τώρα, έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
- και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία, και οι τρεις, στην πλάση,
είμαστε τόσο λυπημένοι…
Dolente
[…]
Πού πάνε τα όνειρά μας σαν πεθάνομε;
Πεθαίνει κι η καρδιά μας μες στο χιόνι
των τάφων; […]
Πού πάνε τόσα κλάματα που εχύσαμε;
[…]
Πού πάνε τα όνειρά μας τα παρήγορα;…
[…]
Και στο χλωμό το δείλι που πεθαίνει,
λιποθυμάει στα ρόδα τα κοράλλινα,
αναστενάζουν γύρω αχνοί θλιμμένοι,
των πεθαμένων τα όνειρα τα οπάλινα…
Σε μια μικρούλα πεθαμένη
[…]
άλλοι ονειρεύονται από πάνω από τη γη
κι άλλοι, βαθιά, ονειρεύονται, από κάτου…
Απόψε πέθανε η γιαγιά…
[…]
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
[…]
Νύχτα με φεγγάρι
Έρημος σαν το θάνατο κι έρημος σαν τον τάφο,
και μ’ όνειρα που ξεψυχούν σαν κύκνοι στα νερά.
Ως πότε στο λευκό χαρτί καημούς μαύρους θα γράφω;
Λίγη χαρά…Λίγη χαρά…
[…]
Κι όλη τη νύχτα ξαγρυπνώ με βλέμματα υψωμένα
σ’ ένα άστρο ερημικό, μακριά από τ’ άστρα τα πολλά:
μια θλίψη ολόπικρη, θαρρώ, το πνίγει όπως και μένα
κι έχει μαντέψει πως πονώ και μου χαμογελά.
Σουρουπώνει
[…]
…Και τώρα, που όλα γέρνουν να πεθάνουνε,
μες στις καρδιές μας, τι ζητάτε, πόνοι;
Το φως, η χλόη, το κύμα, πια, γαλήνεψαν:
Καιρός να κοιμηθείτε...Σουρουπώνει.
Έχω εν’ αηδόνι στο κλουβί...
Έχω εν’ αηδόνι στο κλουβί,
κι απ’ τον καημό του λιώνει·
έχω ένα αηδόνι στο κλουβί
- και μοίρεται τ’ αηδόνι…
Μου λέει για τις αμυγδαλιές,
που ανθίζουν άσπρο χιόνι,
μου λέει για τις τριανταφυλλιές,
- και μοίρεται τ’ αηδόνι…
Και παραδέρνει ανώφελα,
και τα φτερά του απλώνει,
κάθε που φεύγουν τα πουλιά,
κι αναρριγούν οι κλώνοι…
Το κοιμητήρι
Απελπισμένο το χλωμό φεγγάρι,
στα μάρμαρα των τάφων γέρνει αγάλι,
στους πεθαμένους να γλυκομιλήσει,
κι ένα φιλάκι να τους δώσει πάλι…
Με δίψα, κάθε τάφος, το ασημένιο
χαμόγελο του φεγγαριού προσμένει·
μες στων κυπαρισσιών τους μαύρους ίσκιους,
πλάι – πλάι, γλυκοκοιμούνται οι πεθαμένοι…
Όλη τη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι,
το φως του καρτερούνε να προβάλλει,
να ‘ρθει σιγά – σιγά να τους μιλήσει
κι ένα φιλάκι να τους δώσει πάλι…
Ξυπνήσαν όλ’ οι τάφοι, με λαχτάρα,
σαν άσπρα νυχτολούλουδα στους βάτους,
στο φως του φεγγαριού να δροσιστούνε,
τα κρύα, τα μαρμαρένια πέταλά τους!
Απέραντη ερημιά! Κανείς, στων τάφων
δεν έρχεται να κλάψει, τη γαλήνη:
μονάχα το φεγγάρι τους χαϊδεύει,
και του χαμογελούν, μ’ αγάπη, εκείνοι!
Σα βασιλιάς, μες στο λευκό του κόσμο,
ήρθε το κρύο φιλάκι τους να πάρει:
Για το φεγγάρι επλάστηκαν οι τάφοι,
- και φέγγει για τους τάφους το φεγγάρι…
Κι έτσι με σύντριψε το φως…
Κι έτσι, με σύντριψε το Φως, γιατί είδα προς το Φως,
και γιατί μέθυσ’ από Ζωή, με έχει συντρίψει η Ζωή·
[…]
Και γιατί πήγα στη Χαρά, με σύντριψε η Χαρά·
[…]
Και γιατί πήγα στη Χαρά, - με σύντριψε κι η θλίψη…
Κι έπινα μεσ’ απ’ τα χείλια σου…
[…]
και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω – γύρω
κι έπινα μεσ’ απ’ τα χείλια σου
γλυκειάν άχνα σαν το μύρο,
και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
κι ήταν άσπρο το κρεββάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Nirvana
[…] Αποθυμάω σα μια λευκότατη και σα μια ιερότη,
- έτσι σαν πως αυγερινό δρόσο μεσ’ από κρίνα-
μια πρώτη αγάπη, πρώτου ανθρώπου, σε μια πλάση πρώτη…
Γραμμένο σ’ ένα λεύκωμα
Κι όταν το βράδι θ’ απλωθεί, σαν ένα κάλυμμα βαθύ,
και θα σκεπάσει, δια παντός, την μάταιην ύπαρξή μας,
μην πεις πως, κάπου, μια φωνή, θα μείνει, τάχα, να πονεί
το τρυφερό το μυστικό, που υπάρχει μεταξύ μας…
Τ’ αργό του δάκρυ που κυλά, πόσο σιγά, πόσο δειλά,
την ώρα που το βραδινό σκοτάδι μας κυκλώνει,
- πώς οι άλλοι να το θυμηθούν, αφού κι αυτοί θα κοιμηθούν,
κι αφού θα λείψουν τα πουλιά, και θα χαθούν κι οι κλώνοι;…
Ως και το μόνο το γραφτό – μικρό κι εφήμερο κι αυτό,
που τώρα, εδώ, και με καρδιά τρεμάμενη, σου κλείνω,
πόσο, πιστεύεις, το πολύ, που θα μπορεί ν’ αναπολεί
του μακρυνού μας του καημού το πέρασμα, κι εκείνο;…
Γι’ αυτό στο λέω να μ’ αγαπάς όπου βρεθείς κι όπου κι αν πας
κι η τωρινή μας η στοργή, πάντα πιστή να μένει,
γιατί το βράδι θ’ απλωθεί,– κι ίσως η σκέψη μας χαθεί,
μες στο σκοτάδι το βαθύ, που παν οι πεθαμένοι…
Πόθος
[…]
Τότε, γερτός κι εγώ, μες στα μουγγά τα δειλινά,
θ’ αναπολώ γλυκά, - ποιος ξέρει,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρυνό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι…
Μελαγχολία
[…]
κι είναι σαν κάποια πέταλα των ρόδων, μες στη νύχτα,
που ανήμπορα για να χαρούν, κι ανώφελα να ζήσουν,
- τα πρώτα κρύα καρτερούν, να κλείσουν και να δύσουν…
Μια νύχτα πόθου μαγική
[…]
Κι εγώ βάδιζα στην τύχη, μες στην έρημη βραδιά.
σέρνοντας, βαθιά, τη θλίψη,
που ποτέ δε θα μου λείψει·
και δεν ήταν ίσως, θλίψη, μα ένα πάθος μακρυνό,
- κάτι τόσο γλυκά πλάνο,
που ποθούσα να πεθάνω…
[…]
Το τραγούδι του θανάτου
[…]
και το μαύρο το σκοτάδι,
που θα ‘ρθει να με τυλίξει,
θα γιατρέψει, μια για πάντα,
την αγιάτρευτή μου πλήξη·
θα γιατρέψει, μια για πάντα
και τον πόνο, και τον πόθο,
και τ’ αλάλητα θλιμμένο
το παράπονο που νιώθω·
[…]
Ερωτικό
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι, το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,
στενό, βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει, στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι, στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό τ’ ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
Στο κέντρο το νυχτερινό
Τώρα που παίζει το βιολί, κι έχουμε πιει τόσο πολύ,
που μ’ έναν έρωτα τρελό, σα να ‘μαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά, να ζαλιστώ,
μες στ’ όνειρό σου να κλειστώ – το μόνο που μου μένει·
γιατί, άμα λείψει το κρασί, και φύγεις, άξαφνα, και συ,
και βουβαθεί και το βιολί, με το γλυκό βραχνά του,
μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ’ ακούσω, πάλι, το βραχνό τραγούδι του θανάτου…
Νυχτερινό ΙΙ
[…]
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου. – Τίποτ’ άλλο.
Η Χαρά
[…]
κι όσο κι αν είμαστε πικρά,
τώρα, στερημένοι,
κάπου υπάρχει μια Χαρά,
και μας περιμένει…
Προσμονή
[…]
Κι άμα νιώσεις όλο μου τον πόνο,
τι μεγάλος είναι και βαθύς,
φτάνει τη ματιά μου να δεις μόνο,
- δε θα φύγεις…θα με λυπηθείς!
Είμαι μόνος…
Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω…
Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!
Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!
Τ’ αφήνω και γλιστρούν, αργά, στο πιάνο…
Παίζω στην τύχη, κάτι αγαπημένο,
Κάτι παλιό, και γνώριμο, και πλάνο…
Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω.
Θα προτιμούσα, μάλλον, να πεθάνω…
Αποχαιρετισμοί στη μουσική
Ι
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω…
Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα…
ΙΙ
[…]
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Τ’ είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου