Σπασμένα Αγάλματα (Φεβρουάριος 2025)
Πρόκειται για την έκτη ποιητική μου συλλογή η οποία δεν θα κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή. Καλή ανάγνωση!
Ποίηση
Γριά πάνσοφη, καταδεχτική, φιλόπονη
Απλώνει τα χέρια της να σ’ αγκαλιάσει
Να σου τραγουδήσει
Αφήσου!
Ξέρει από ταξίδια
Ξέρει από αναταράξεις
Ξέρει από πισωγυρίσματα
Ξέρει τα ανθρώπινα…
Αφήσου!
Το τηλέφωνο
Βουβό. Μακραίνουμε.
Τα είπαμε όλα, άραγε;
Ή μήπως τα κρύψαμε όλα;…
Νύχτα
Νύχτα χαμένης μέρας.
Που σκόρπισε σαν άρωμα λιπόθυμου ρόδου!
Το παράπονο
Δεν είσαι εδώ μα συνάμα είσαι.
Ανθίζω και μόνο με την ανάμνηση των ματιών σου!
Ρόδα
Ρόδα που έδυσαν, πέθαναν
χωρίς νερό, χωρίς χάδι, χωρίς φιλί
μόνο έσβησαν
μες στο μεγάλο τους καημό
που κανείς δεν ένιωσε
γιατί κανείς δε νοιάστηκε ποτέ…
Ρόδα που έδυσαν!
Ψύχος
Ψύχος μες στο κατακαλόκαιρο
Η απόκριση που δεν ήρθε.
Καημός
Θέλω όταν ο καιρός μάς χωρίσει
να θυμάσαι από μένα
τον καημό που σου ’χω…
Σπόροι
Στα παλιά, σκονισμένα βιβλία στίχων
ψάχνω τους σπόρους των λουλουδιών
που θ’ ανθίσουν…
Τι να περιμένεις
Τι να περιμένεις κι από τους ανθρώπους;
Τι τους ζητάς;
Πόσο τους μετράς;
Τι τους προβάλλεις;
Τι να σου κάνουν κι οι άνθρωποι;
Τόσο μπορούν
Τόσο σκέφτονται
Τόσο ονειρεύονται
Και γυρνάς σπίτι, μεσημέρι καλοκαιριού
έχοντας ζήσει κάτι όμορφο που μήνες πρόσμενες
κι είσαι άδειος, διεκπεραιωμένος, μόνος.
Κι ούτε η γλυκιά φωνή της που ηχεί στην ψυχή σου
φτάνει να σε λυτρώσει
να σε φυγαδεύσει από τη θλίψη…
Τι να περιμένεις κι από τους ανθρώπους;
Μια ζωγραφιά
Μια ζωγραφιά, μια μικρή βάρκα
Μόχθησε ο πατέρας να την αποτυπώσει
Πόσο μακριά με ταξιδεύει τις νύχτες…
Σημαδάκια
Να γεμίσω σημαδάκια το χαρτί
Να ουρλιάζουν πως κάποτε υπέφερα
Να γεμίσω το άγραφο χαρτί
Να μαρτυράει πως κάποτε πόνεσα
Ζώντας μόνος, σχεδόν πάντα.
Από μικρό παιδί!
Η δική μου ζωή
Μια ζωή που φεύγει συνεχώς…
Διδαχή
Η διδαχή σου ήταν:
«Πρόσμενε κάτι όμορφο.
Κάτι γλυκό, ηδονικό, συναρπαστικό.
Κάτι έξω απ’ τα γνωστά ανθρώπινα.
Πρόσμενε…»
Στιγμές
Αν θα ήμασταν μαζί θα ήταν μια γιορτή.
Χαμογέλα στον εαυτό σου.
Το ταξίδι της χελώνας.
Τέχνη
Σκαλίζω σύμβολα αφοσίωσης στην τέχνη μου.
Σύμβολα αφοσίωσης στους ανθρώπους μου.
Έξω η ζωή στέκει αδρή.
Αδρό σε ζητάει και σένα.
Θλίψη
Κοιτάζω τις θλίψεις μου ευγενικά
μα πάλι
είναι τόσο λίγη η ζεστασιά
που μοιάζω ανύπαρκτος,
ενώ σαφώς υπάρχω.
Νοσταλγία
Διστάζουν οι λέξεις.
Να περιγράψουν το κενό.
Που άφησες πίσω άθελά σου.
Μες στην τρελή ροή της ζωής σου
ώρες ώρες με θυμάσαι…
Κι εγώ καρφωμένος στο πάτωμα,
πονώ οικτρά, μα τραγουδάω τον έρωτα!
Πέρασα νύχτες και νύχτες με το ίδιο τραγούδι,
με την ίδια αδημονία,
για ένα δικό σου νεύμα,
για ένα δικό σου χαμόγελο,
για μια δική σου λέξη…
Συνομιλία με τον Καρυωτάκη
Αλήθεια, πώς απόμεινα μονάχος;
Έξω απ’ τον τραγουδιστό ήχο της φωνής σου
που υπήρξε κάποτε χαρά ξέφρενη για μένα;
Τώρα πια έρχεσαι - μα για τόσο λίγο.
Φύγε – γιατί όπως και να ’χει θα φύγεις.
Χαοτική η νύχτα θ’ απλωθεί.
Δε θα απομείνει ούτε και η πιο αμυδρή θύμηση.
Μόνο ένα νεκρό ρόδο.
Γαλήνη νοσταλγώ, γαλήνη μόνο
στο απόλυτο Μηδέν, στο Άπειρο
στο φιλί της μάνας-γης…
Το τελευταίο λιμάνι
Πόσο σθένος ξόδεψα σ’ αυτό το ταξίδι.
Πόση αγωνία, υπομονή, εγκαρτέρηση.
Η Ιθάκη δε μοιάζει πια θελκτική!
Τίποτα δε νοσταλγώ απ’ αυτήν·
ο έρωτάς μου έχει ολότελα σβήσει.
Εδώ, στη μαγική Ωγυγία, επιθυμώ να ζήσω
μες στη θερμή αύρα του νησιού αυτού,
με τον σφοδρό έρωτα της Καλυψώς!
Κίνησα για την παλιά μου πατρίδα,
μα η μοίρα μού διάλεξε τον τόπο αυτόν.
Την αγάπη αυτήν.
Το τελευταίο μου λιμάνι!
Βαυκίδα
Όταν έπαιζαν τα δυο κορίτσια
παιχνίδια και χορούς και γαμπρίσματα
τίποτε δεν προμήνυε το τραγικό της τέλος
από χέρι οικείο.
Ήταν λουλούδι αβρό που έκανε την Ηρίννα να κλαίει.
Τρυφερή, ευαίσθητη, ευάλωτη, γλυκιά,
θεά που η ομορφιά της σκόρπιζε γύρω της ζωή!
Τραγικά ανέτοιμη για τους Καιρούς, αφοπλισμένη.
Αλίμονο, τύχη κακή την πρόσμενε.
Της νεκρής νύφης δυο λέξεις
χάραξε στον τάφο της η πιστή της φίλη!
Μετεμψύχωση
Σπουργίτι έγινες
Κι ήρθες να με δεις
Κρύωνες και πείναγες
Μου ’ριξες μια ματιά απαλή
Με στοργή
Με ανησυχία
Εξεταστικά
Μετά ανασήκωσες τις φτερούγες σου
Και πέταξες στους συντρόφους σου
«Καλά είσαι» σα να μου είπες
«Δεν ανησυχώ πια».
Υπόσχεση
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου.
Πράξεις.
Πλοίο
Να ξεφύγουμε από τους ύφαλους
που με υπομονή περιμένουν
να ξεγελαστούμε
να ενδώσουμε.
Κι όμως τούτο το πλοίο το πλημμυρίζει
η λευτεριά…
Ακτές, λιμάνια, ορίζοντες, νέες συγκινήσεις
το περιμένουν.
Κι αν είναι το πλοίο μας αργό
κι ώρες ώρες πλήττεις
ο προορισμός που πάντα αλλάζει
σε κρατά ακμαίο και ζωντανό.
Νησί
Έρημο το βρήκες κι εσύ το νησί
Δίχως τραγούδια, ούτε φωτιές, χωρίς έρωτα
Μόνο τη θλίψη των ανθρώπων που έσβησαν
Ό,τι σου απόμεινε συντρίμμια οραμάτων.
Κι όμως σαν ταξίδευες κατά δω
γι’ αλλού τραβούσες, άλλα ονειρευόσουν.
Κάποιοι νέοι, όμοιοί σου
θρηνούνε τη ζωή
που λιγοστεύει…
Σ’ ένα μακρινό, κατάχλωμο αστέρι
η αντανάκλαση της ζωής σου!
Πόθος
Την ονειρεύτηκες χθες.
Είχε εκείνη την τρυφερότητα στην έκφρασή της,
στην κυματιστή φωνή της…
Σαν πουλί εξωτικό πέταξε μέσα στην κάμαρά σου
γιομάτη χρώματα.
Μάτια λίγο ματαιωμένα μα στοργικά – ερωτικά!
Η ακρογιαλιά σάς έχει κρατήσει το σημείο της συνάντησης
πιασμένοι χέρι χέρι.
Μα αν πάλι χαθεί σε ωκεανούς σιωπής και απουσίας
εσύ θα την ξαναονειρευτείς,
πολύτιμη ως είναι!
Χώρια
Θα ζήσουμε χώρια.
Μη σε πάρει μόνο η απελπισία
και ξοδευτείς άδικα.
Ναυαγός
Λείπεις πάλι
Δεν προσμένω πια
Το φεγγάρι μου έδυσε απελπισμένο
Κατάμονος και χλωμός,
ναυαγός που σκαλίζει λέξεις.
Φιλότιμο
Μας κοίταζες ανθρώπινα και βαθιά
μ’ ένα κρυμμένο παράπονο…
Μας νοιαζόσουν με πάθος.
Μας δίδαξες το φιλότιμο,
την φιλοπονία, την αναζήτηση,
το ζυγισμένο ρίσκο.
Και τώρα που όλα καταλάγιασαν στις ζωές μας
δεν είσαι εδώ να χαρείς
να χαμογελάσεις
μ’ εκείνο το όμορφο, συγκινητικό χαμόγελο…
Έρως
Έπιασε Φλεβάρης.
Κι αναλογίζομαι πόσο σκληρό καλοκαίρι πέρασα.
Αργά ήρθες κι έλαμπες.
Για δυο ώρες.
Τώρα είναι αλλιώς.
Κρυστάλλωσε η απόσταση.
Αλλά και η στοργή!
Το όνειρό μου
Κανείς δεν το ανακάλυψε.
Κανείς δεν το αναγνώρισε.
Μένει εκεί, λαμπερό και σιωπηλό
μεγάλο και θλιμμένο.
Ουτοπία που με συναρπάζει!
Διέτρεξε κήπους ανθισμένους, νιότης,
θάλασσες, ακρογιαλιές μαγεμένες,
λίμνες, μες στα βουνά, νοσταλγικές,
ποτάμια καλοκαιρινά.
Διέτρεξε όλη τη Γη,
και γύρισε εδώ στη γωνιά της πόλης μου,
όπου γιορτή δεν υπάρχει.
Μόνο ψήγματα χαράς.
Κι όταν η σκέψη τυραννιέται,
τη ζεσταίνει εκείνο το παλιό, γλυκό όνειρο!
Παρελθόν
Όχι άλλο παρελθόν.
Λυπηθείτε μας!
Κλόουν
Κλόουν που παίζει για ένα χάδι,
για μια αγκάλη ζεστή,
για ένα φιλί τρυφερό.
Κλόουν που σπάει
μες στη σιωπή και το ψύχος
Κλόουν που του ταιριάζει αγάπη!
Παιδικό
Η μάνα μου είχε ένα πλατύ χαμόγελο.
Ο πατέρας μου ήταν ευσυγκίνητος.
Ήταν όμορφοι μαζί, σαν ζευγάρι.
Η μάνα μου ψώνιζε φρούτα
απ’ τον κυρ-Ηλία με το γαϊδουράκι.
Τα σπίτια ήταν διώροφα.
Στη γωνία είχε ένα γκαράζ όπου δούλευε
ο Μάριος – γερό και φιλότιμο παληκάρι.
Απέναντί μας δυο μαγαζιά
του υδραυλικού και του ξυλουργού.
Τρέχαμε το τετράγωνο με τα παιδιά του Δημοτικού
σαν παιχνίδι.
Ο αδελφός μου είχε έξυπνο βλέμμα.
Του άρεσε πολύ να παίζουμε.
Κι ήταν πολύ ζωντανό παιδί.
Η ταβέρνα του Ηλία
στέγασε πολλές νύχτες μας
κρασί, μεζές, κουβέντα και πειράγματα.
Η πλατεία είχε πάρα πολλά παιδιά
παίζαμε, ξεφαντώναμε.
Κι υπήρχε κάποια αθωότητα!
Scan
Κι έμεινα εδώ να γράφω.
Τι άλλο, άραγε, έχω να σας πω;
Έχω σκανάρει την ψυχή μου.
Αλήθεια
Θέλω να χαθώ μέσα στο πλήθος
με πρόσωπο χαρακτηριστικό
να συγχρωτιστώ
ν’ ακούσω καλά
να μιλήσω
να πω την αλήθεια μου!
Γιάννενα
Τα Γιάννενα, τα γαλάζια Γιάννενα μες στην ομίχλη!
Έσω
Αυτό που αναζητείς
θα στο πουν όσοι κοπίασαν.
Έξοδος: η αφοσίωση στο Έσω!
Σήμα
Ένα χέρι απλώνεται.
Γυμνό, απογυμνωμένο, ανέλπιδο.
Ένα σήμα ανάγκης.
Και ο δέκτης;
Πώς περνά τη μέρα του;
Πράξεις
Πόσο πολύ σημαίνουν οι πράξεις.
Την όποια έκσταση σ’ αυτές την οφείλουμε.
Εσύ, χθες
Κίτρινο σε μαύρο.
Ξανθό φως μες στο σκοτάδι.
Λάμψη απ’ όνειρο.
Μάτια λίγο θλιμμένα, ματαιωμένα.
Ο πατέρας μου
Καιροί του παγετού.
Χέρι δεν απλώνεται.
Σιωπή.
Απόκριση καμία.
Η θέρμη έννοια που αγνοείται.
Νοσταλγώ τον πατέρα μου
ένα δόσιμο ήταν!
Φοράω το καπέλο του και του μιλάω.
Εγώ εδώ κι εκείνος κάτω από τη γη,
μα με ακούει,
μου αποκρίνεται.
Πόσα γλυκόλογα μου λέει,
με πόση στοργή με κοιτάει.
«Το κλειδί είναι η υπομονή…».
Απόψε, ο νεκρός πατέρας μου είναι η συντροφιά μου,
το αίμα του ρέει στις φλέβες μου ζεστό.
Φοράω το καπέλο του και τον φιλάω,
κανείς δε με φίλησε με τόση λαχτάρα όσο εκείνος.
Μα ξυπνάω, και είναι καιροί του παγετού.
Μόνο ο πατέρας μου μού αποκρίνεται και
μου γλυκομιλάει!...
Μουσικό κουτί
Γέρασε και το μουσικό κουτί
κληρονομιά απ’ τους γονείς μου
γέρνει το πόμολο, αποσυνδέθηκε
κι η μουσική παίζει πολύ αργά
κι οι χορευτές δεν κινούνται.
Γέρασε και το μουσικό κουτί
κάποια στιγμή θα σιγήσει εντελώς η μουσική
και θα μείνει ένα θλιμμένο ενθύμιο
μιας άλλης, φωτεινής εποχής.
Καθώς τ’ αγαπημένα μας αντικείμενα
είναι όλα θνησιγενή.
Μικρότητα
Κουράστηκα.
Να θυμάμαι μικρούς ανθρώπους.
Ζωή
Και σ’ εκείνο το φευγαλέο όνειρο
έχασες μια ολόκληρη ζωή.
Στοργή
Στοργή που μας δόθηκε.
Στοργή που δώσαμε.
Η μόνη μας περιουσία!
Αναμένοντας
Αναμένοντας.
Αυτό που δε θα ‘ρθει!
Αλήθεια
Κοιτώντας εκείνο το δροσερό κορίτσι
νοστάλγησα τη νιότη μου.
Ένα θαύμα ζητάω
καθώς με κοιτάζει
με ματιά άγρια.
Η χλεύη της, το όνειρό μου.
Πλησιάζουμε τη Δονούσα
χωρίς τσιγάρο.
Κατασταλάζω στη σιωπή.
Στην ένδεια των αισθημάτων σας.
Στο αργό μου ταξίδι.
Χωρίς παρηγοριά
παρά μόνο την αλήθεια μου.
Ψύχος
Μες σε τόση ζέστη κι εσύ να ξεπαγιάζεις…
Η λέξη
Όχι πια λέξεις.
Αλλά, μια λέξη.
Η λέξη: λευτεριά!
Στην Μπέττυ
Το χαμόγελό της
ονειρεύονται να ζωγραφίσουν
οι αγέννητοι ζωγράφοι!
Θυμήσου
Θυμήσου
καημούς περσινούς
τους πήρε η θάλασσα μακριά
ο άνεμος τους σμίλεψε
μικρές σιωπές και ματιές δέους
σε απαλά κορίτσια
στο νησί με το κίτρινο Κάστρο!
Θυμήσου
πόσο γαλάζιο σε πόσο μαύρο
πόση χαρά σε πόση απελπισιά.
Μια χορδή η ψυχή,
ταλαντεύεται…
Scarcity
Μια βραχώδης παραλία μικρή.
Ένα παρατημένο, παλιό βαρκάκι.
Δυο ξύλινες γερασμένες καρέκλες.
Ένα τραπεζάκι του ’60.
Ένα πιάτο ζωγραφιστό.
Δέκα ελιές, λίγο λάδι κι ένα κομματάκι φέτα.
Μια χοντρή φέτα ψωμί χωριάτικο.
Δυο ποτήρια ταβέρνας λευκό κρασί.
Κι όμως κάποιοι, κάποτε, μ’ αυτά
ήταν χαρούμενοι!
Χορός
Στο σπίτι μου έχω κρυμμένο
το παλιό μονοφωνικό πικάπ
που ’χα αγοράσει με τον μπαμπά.
Έχει χαλάσει η βελόνα.
Στο σαλόνι θα δεις
τις παλιές πολυθρόνες της γιαγιάς
και τα μικρά της τραπεζάκια.
Κι όλα τα έπιπλα ζωντανεύουν τα μεσάνυχτα
καθώς το πικάπ παίζει ένα βαλς
κι ο μπαμπάς με τη γιαγιά χορεύουν!
Έπειτα αναρωτιέμαι
μήπως με σακάτεψε η μοναξιά!
Εκείνη
Τις νύχτες, αργά, δεν κλειδώνω την πόρτα.
Θα έρθει Εκείνη λέω!
Ασπροντυμένη, τρυφερή
θα με πάρει και θα χαθούμε στην ψεύτικη πόλη,
σφιχταγκαλιασμένοι.
Κάποιοι λένε δε θα έρθει ποτέ.
Εγώ την προσμένω!
Παραίτηση
Κουράστηκα
να ψάχνω σπίθες στις στάχτες,
να εκλιπαρώ την προσοχή σου.
Αχ, πόσο κουράστηκα!
Οι άλλοι, πάλι, οι δημοφιλείς,
φορτωμένοι ιστορίες
τόσο ίδιες και θλιβερές
τόσο εγωκεντρικές
που θα πλήρωνες να μην τις ακούσεις!
Κουράστηκα
να προτείνω το χέρι μου στο κενό,
να ’χω για πληρωμή μου ένα άδειο πιάτο!
Ψυχώ
Κάθε νύχτα πριν κοιμηθώ
κοιτώ τη φωτογραφία σου πατέρα.
Στα μάτια σου
μελαγχολία μα και ζεστασιά κι ελπίδα!
Έτσι τελειώνω τη μέρα μου.
Στιγμή
Σιωπή ελευθερίας!
Απόλυτης.
Ψύχος
Κλεμμένη χαρά.
Στο απόμακρο βλέμμα της.
Έβαλε κρύο!
Σύμπαν
Πατρίδα. Το σπίτι την αγκαλιάζει.
Δείχνει λίγο απόμακρη, μα σίγουρη.
Σκιές στα μάτια της.
Ακαθόριστου φόβου;
Απειλής;
Γίνεται ένα με τον χώρο.
Βερολίνο. Το σπίτι κρύο.
Ελεύθερη έκφραση
στο σώμα και στα μαλλιά.
Πρόσωπο εξαφανισμένο.
Ξανά λίγο απόμακρη.
Μες στη σιγουριά της ματιάς της
φωλιάζει μοναξιά – ίσως κι απόγνωση!
Μα μόνο εκείνη ξέρει:
πίσω απ’ το χαμόγελό της
ποιο μυστήριο σύμπαν κρύβεται!...
Θάλασσα
Αφέσου στη θάλασσα.
Είναι γυναίκα.
Φτιαγμένη από νερό κι αλάτι.
Άλλοτε θυμωμένη με κύματα άγρια,
άλλοτε γαλήνια – παιχνίδι των παιδιών,
άλλοτε γαλάζια, άλλοτε μαύρη.
Κάποιες φορές μια σκάλα για τον Ήλιο
καθώς εκείνος χαμηλώνει
κάποιες φορές μια σκάλα για το Φεγγάρι
καθώς εκείνο σκαρφαλώνει πίσω απ’ τα βουνά!
Ερημιά
Έρημη πόλη.
Πού ταξίδεψαν οι άνθρωποι;
Είδωλα νεκρά
οι κούκλες στις παρατημένες βιτρίνες.
Αθήνα της εγκατάλειψης.
Σκυλιά που γαβγίζουν,
χελώνες, περιστέρια – ακόμη ζουν!
Ένα ερειπωμένο θερινό σινεμά.
Κι οι άνθρωποι;
Θεατές!
Λέρος
Στο αρχαίο χώμα κτίσματα μεγαλοπρεπή.
Στέγασαν
παιδιά φτωχά που μάθαιναν μια τέχνη
εξόριστους από τον Εμφύλιο
«τρελούς»
πόσα χιλιάδες τραύματα
που φτιάχνουν ένα μεγάλο
μιας ψυχής εύθραυστης σαν πιάτο
μα συνάμα δυνατής!...
Ύλη
Σκόρπια υλικά.
Σκουπίδια που δεν είναι σκουπίδια.
Είναι η ζωή που κόμισαν.
Παιχνίδια παιδιών.
Εργαλεία.
Η ύλη που κι αυτή είναι σημαίνουσα,
η ύλη που κι αυτή έχει ψυχή!
Ροή
Μια ύπαρξη που αιωρείται
ρευστή κι αβέβαιη,
ψάχνει στον κήπο,
σαν για να μεταμορφώσει την ύλη,
σα να ’ναι παιχνίδι,
αντικείμενα πεταμένα,
αναρωτιέται ποια ζωή έζησαν άραγε,
ποια η ιστορία τους,
και ποιο το δικό της μακρινό παρελθόν;…
Σιωπή
Σιωπώ.
Έξω βρέχει.
Σιωπώ.
Το συναίσθημά μου παίζει.
Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω…
Έξω βρέχει.
Θα μείνω εδώ, φύλακας της γαλήνης μου!
Μεταμφίεση
Με τυραννάει το ψέμα.
Το κυριλέ.
Η προσποίηση.
Το δήθεν.
Η επιτήδευση.
Η μάσκα.
Η όλη μεταμφίεση του κενού σας!...
Γιορτές
Κι έμεινα εδώ να σχεδιάζω.
Γιορτές.
Σιωπή
Κενό.
Σιωπή.
Έλλειψη σήματος.
Πού να ’σαι;
Σιωπή παγερή.
Η χαμένη συνάφεια.
Η παλιά θαλπωρή.
Το παιχνίδι βρε αδελφέ!...
Άστρο
Αγρύπνια κακή.
Τι άλλο να ζητήσω;
Τι ζήτησα;…
Ένα κομμάτι ουρανό κι ένα σύννεφο
κι ένα απόμακρο άστρο!
Φίλε, Τάσο…
Κι όμως
δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον.
Φίλε, Τάσο…
Γι’ αυτό είμαστε τόσο λειψοί
ευνουχισμένοι
φαντάσματα του εαυτού μας!
Πολύ σημαντική ήταν η συμβολή στα ποιήματα "Συνομιλία με τον Καρυωτάκη", "Βαυκίδα", "Νησί" και "Πόθος" της ποιήτριας Άννας Γρίβα, την οποία ευχαριστώ θερμά.
Τις διορθώσεις έκανε ο Νίκος Αναστασόπουλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου